δασμολόγηση

δασμολόγηση
η
ο προσδιορισμός δασμού, η φορολογία: Τα περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα υπόκεινται σε δασμολόγηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δασμολόγηση — η η επιβολή δασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασμολογώ. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως (αρχή εκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

  • δασμολογήσῃ — δασμολογέω collect as tribute aor subj mid 2nd sg δασμολογέω collect as tribute aor subj act 3rd sg δασμολογέω collect as tribute fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασμολόγια — η (Α δασμολόγια) [δασμολόγος] νεοελλ. η δασμολόγηση αρχ. η φορολογία …   Dictionary of Greek

  • δειγματολήπτης — ο 1. αυτός ο όποιος παίρνει δείγματα διαφόρων εμπορευμάτων για να ελέγξει την ποιότητά τους και να προσδιορίσει την τιμή τους, για αγορά ή δασμολόγηση 2. ναυτ. μικρό μηχάνημα για τη λήψη δειγμάτων βυθού ή νερού με σκοπό την εξέταση της ποιότητάς… …   Dictionary of Greek

  • λαθρεμπόρευμα — το αντικείμενο που προέρχεται από λαθρεμπόριο, εμπόρευμα που εισάγεται ή εξάγεται λαθραία, χωρίς εκτελωνισμό και δασμολόγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρεμπορεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη] …   Dictionary of Greek

  • δασμολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη δασμολόγηση: Η δασμολογική πολιτική των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναθεωρηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”